- βουτυροκομείο(ν)
- το маслобойня; маслозавод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτυροκομείο — το εργαστήριο παρασκευής βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομείο, νοσοκομείο, τρελοκομείο κ.ά.). Η λ. βουτυροκομείον μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
βουτυροκομείο — το εργαστήριο όπου γίνεται το βούτυρο, βουτυροποιείο: Χρησιμοποιούνται πια υπερσύγχρονα μηχανήματα στα βουτυροκομεία, χωρίς την παρέμβαση ανθρώπινων χεριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροποιός (πρβλ. αλλαντοποιείο, ζυθοποιείο, οινοποιείο κ.ά.). Η λ. βουτυροποιείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Βυζαντίου Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο, το βουτυράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)